πιεσίμετρο
Greek Monolingual
το, Ν
το πιεζόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίεση + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πιεσίμετρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
το, Ν
το πιεζόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίεση + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πιεσίμετρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].