πιεζόμετρο
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Greek Monolingual
το, Ν
φυσ.
1. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της συμπιεστότητας τών υγρών
2. διάταξη, που προορίζεται για τον καθορισμό της πιεζομετρικής ή υδροστατικής στάθμης, αλλ. πιεσίμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezometre < πιέζω + μέτρο].