πιθέω

English (Autenrieth)

assumed pres. for the foll. forms, fut. πιθήσεις, aor. part. πιθήσᾶς (for πεπιθήσω see πείθω): obey, Od. 21.369; rely on, part.

Greek Monolingual

Α
πείθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιθ- του πείθω, κατά τα συνηρημένα].