πιπερίζω

Greek Monolingual

πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν πιπέρι/ πέπερι
(αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι
2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι.