πλάγγος

English (LSJ)

ὁ, a kind of eagle, Arist.HA618b23.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, eine Adlerart, auch νηττοφόνος u. μόρφνος, lat, plancus, Arist. H. A. 9, 32.

Russian (Dvoretsky)

πλάγγος:планг (разновидность орла) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγγος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, ἴδε ἐν λ. περκνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a kinf of eagle (Arist.; v.l. πλάνος), plancus (Plin.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: From πλάγξασθαι, πλάζομαι as "der Umherschweifer"? - The word may well be Pre-Greek (Furnée 122).

Frisk Etymology German

πλάγγος: {plággos}
Grammar: m.
Meaning: Ben. einer Adlerart (Arist.; v.l. πλάνος), plancus (Plin.).
Etymology: Von πλάγξασθαι, πλάζομαι als "der Umherschweifer".
Page 2,547