ο, ΝΜ, πλέχτης, θηλ. πλέκτρια και πλέκτρα και πλέχτρια και πλέχτρα Ντεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πλεκτών ειδώνμσν.πλέγμα της κεφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -της / -τρα και -τρια].