πλέκτης

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, πλέχτης, θηλ. πλέκτρια και πλέκτρα και πλέχτρια και πλέχτρα Ν
τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πλεκτών ειδών
μσν.
πλέγμα της κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -της / -τρα και -τρια].