πλαγιοβάμων

Greek Monolingual

-όνος, και πλαγιοβάμονας, ο, Ν
αυτός που βαδίζει λοξά, πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -βάμων / -βάμονας (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων / -ονας].