-όνος, και πλαγιοβάμονας, ο, Ναυτός που βαδίζει λοξά, πλάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -βάμων / -βάμονας (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων / -ονας].