πλαγιοκλίμαξ
Greek Monolingual
και πλαγιοκλίμακα, η, Ν
οικολ. τύπος φυτοκοινωνίας, δηλαδή διάπλασης, η σύνθεση της οποίας είναι λίγο πολύ σταθερή, σε ισορροπία υπό τις υπάρχουσες περιβαλλοντικές συνθήκες, η οποία ὁμως δεν έφθασε στην κλίμακα που θα οδηγούσαν οι συγκεκριμένες συνθήκες, λόγω της παρέμβασης του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plagioclimax < πλάγιος + κλίμαξ].