πλαγιότιτλο

Greek Monolingual

το, Ν
μικρό άρθρο εφημερίδας με τον τίτλο του όχι πάνω αλλά δίπλα στο κείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τίτλος. Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιότιτλον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].