πλαισίωση

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του πλαισιώνω, η περιβολή ενός αντικειμένου με πλαίσιο
2. μτφ. διακόσμηση, προφύλαξη, ενίσχυση ή προστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαισιώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πλαισίωσις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].