πλασμός

Greek (Liddell-Scott)

πλασμός: ὁ, (πλάσσω) πλάσις, κατασκευή, Βελθ. κ. Χρυσ. στ. 292, ἔκδ. Μαυροφρύδου. ― Πρβλ. μεταπλασμός.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ πλάζω
(στα σχόλια Ιλ.) «πλάζειν τὸ στροφοδινεῖν καὶ οἱονεὶ σκοτίζειν καὶ πλασμὸς ἡ ἐξ ἀμφοῖν τῶν μερῶν ἐπεισβολὴ τοῦ κύματος».
(II)
ὁ, Μ πλάσσω
η πλάση, η κατασκευή, το πλάσιμο.