πλαστίδιο
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. οργανίδιο που απαντά στο κυτταρόπλασμα όλων τών ζωντανών φυτικών κυττάρων καθώς και στους φωτοσυνθετικούς προκαρυωτικούς οργανισμούς με διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plastidium < αρχ. πλάστις, -ιδος, θηλ. του πλάστης < πλάσσω.