πλαταγίζω

German (Pape)

[Seite 626] = πλαταγέω (?), schnattern, von der Gans, zw., s. πλατυγίζω.

Greek Monolingual

Ν
πλαταγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].