πλαταγώ

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

πλαταγῶ, -έω ΝΑ
1. (κυρίως σχετικά με τα χείλη και τις παλάμες) παράγω ήχο με τη σύγκρουση πλατιών σωμάτων
2. (το ενεργ. και το μέσ.) (για πλατιά σώματα) συγκρούομαι και προκαλώ θόρυβο και ιδίως τον ήχο πλατ («τα κύματα πλαταγούν στο καΐκι»)
3. (μτβ.) παράγω δυνατό ήχο χτυπώντας κάτιτύμπανον ἐξ ἱερᾱς ἐπλατάγησε νάπης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του παταγῶ, κατ' επίδραση τών πλήσσω «χτυπώ» και πληγή.