πλαταγώ
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
πλαταγῶ, -έω ΝΑ
1. (κυρίως σχετικά με τα χείλη και τις παλάμες) παράγω ήχο με τη σύγκρουση πλατιών σωμάτων
2. (το ενεργ. και το μέσ.) (για πλατιά σώματα) συγκρούομαι και προκαλώ θόρυβο και ιδίως τον ήχο πλατ («τα κύματα πλαταγούν στο καΐκι»)
3. (μτβ.) παράγω δυνατό ήχο χτυπώντας κάτι («τύμπανον ἐξ ἱερᾱς ἐπλατάγησε νάπης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του παταγῶ, κατ' επίδραση τών πλήσσω «χτυπώ» και πληγή.