πλατυκέρατος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώα) αυτός που έχει πλατιά κέρατα
2. το θηλ. ως ουσ. η πλατυκέρατη
το ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + κέρατο].