πλατύπλευρον

English (LSJ)

τό, plantago, Gloss. (patipleoron cod.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό πλαντάγο (Ι), γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πλευρά.