πλατύρρινος

English (LSJ)

πλατύρρινον, = πλατύρρις (broad-nosed), Heph.Astr. 2.2.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύρρινος, -ον, ΝΑ, και ως ουσ., πλατύρρις, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά μύτη, ο πλατσομύτης
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατύρρινοι
ζωολ. ανθυπόταξη πιθήκων του Νέου Κόσμου, σε αντιδιαστολή προς τους καταρρίνους του Παλαιού Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + ῥίς, ῥινός.