πλατύσκαλο

Greek Monolingual

το, Ν
1. πλατύ, σκαλοπάτι τοποθετημένο στις θέσεις κλίμακας όπου αυτή αλλάζει διεύθυνση
2. η επιφάνεια στην οποία καταλήγει η κλίμακα σε κάθε όροφο ενός κτηρίου.