πλατύχωρος

English (LSJ)

πλατύχωρον, with broad space, roomy, σηκοί Gp. 18.2.1.

German (Pape)

[Seite 627] von breitem Platze, Raume, Schol. Od. 6, 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύχωρος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺν χῶρον, εὐρύχωρος, Γεωπ. 18. 2, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύχωρος, -ον, ΝΜ
(για τόπους, οδούς) ευρύχωρος, άνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + χῶρος.