πλειοδοτώ

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. (σε πλειστηριασμό) προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή σε σχέση με όλους τους άλλους
2. μτφ. υποστηρίζω εντονότερα μια υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].