πλειότερος

English (LSJ)

v. πλέως.

German (Pape)

[Seite 628] ion. u. ep. compar. von πλεῖος, voller, Od. 11, 359; dah. reicher, begüterter, Nic. Th. 119 Arat. 644.

French (Bailly abrégé)

Cp. ion. de πλέος.

Russian (Dvoretsky)

πλειότερος: эп. compar. к πλέος или πλέως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειότερος comp. van πλεῖος.