πλευρισμός

English (LSJ)

ὁ, dub. sens. in BGU1270.14 (ii B.C.), POxy.373 (i A.D.), PSI8.897.69 (i A.D.).
II = πλευρά IIIc, v.l. for πλευρικός in Theol.Ar.28.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ο υπολογισμός της πλευράς
2. ανάχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. -ισμός τών ρ. σε -ίζω].