Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πλευροδυνία
Greek Monolingual
η, Ν ιατρ.πόνος της επιφάνειας του θώρακα και ιδίως τών μεσοπλεύριων διαστημάτων, που οφείλεται σε πάθηση τών ενδοθωρακικών οργάνων ή σε νευραλγία μεσοπλεύριου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. pleurodynia (<πλευρά+οδύνη)].