πλευροπνευμονία
English
Greek Monolingual
η, Ν
(κτην.) νόσος τών πνευμόνων τών κατοικίδιων βοοειδών, προβάτων και αλόγων, που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή τών πνευμόνων και προκαλείται από το μυκοειδές μυκόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleuropneumonia < πλευρά + πνευμονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].