πλευροπριστήρ

English (LSJ)

πλευροπριστῆρος, ὁ, rib-saw, Hermes38.283.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
πριόνι για να κόβονται τα πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + πριστήρ (< πρίω «πριονίζω»)].