πριστήρ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
πριστῆρος, ὁ, (πρίω)
A saw, Aret.CD 1.2.
2 sawyer, πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες App.Anth.3.101.
German (Pape)
[Seite 702] ῆρος, ὁ, der Säger, die Säge, Sp.; – πριστῆρες, ὀδόντες, die vordern Zähne, Säge-, Schneidezähne, Ep. ad. 200 (App. 373).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 scie;
2 πριστῆρες ὀδόντες les incisives.
Étymologie: πρίω.
Russian (Dvoretsky)
πριστήρ: ῆρος adj. пилящий, распиливающий: πριστῆρες ὀδόντες Anth. зубы-резцы.
Greek (Liddell-Scott)
πριστήρ: ῆρος, ὁ, (πρίω) πρίων, «πριόνι», Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ― πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες, οἱ τομεῖς, Ἀνθ. Π. παράρτ. 373· πρβλ. γελασῖνοι.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. πριόνι
2. πριονιστής («πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κτιστήρ)].
Greek Monotonic
πριστήρ: -ῆρος, ὁ (πρίω), πριόνι, πριστῆρες ὀδόντες, κοπτήρες, αυτοί που τέμνουν, κομματιάζουν, σε Ανθ.
Middle Liddell
πριστήρ, ῆρος, ὁ, πρίω
a saw: πριστῆρες ὀδόντες the incisors, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=πριόνι). Ἀπό τό πρίω (=πριονίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.