πριστήρ

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριστήρ Medium diacritics: πριστήρ Low diacritics: πριστήρ Capitals: ΠΡΙΣΤΗΡ
Transliteration A: pristḗr Transliteration B: pristēr Transliteration C: pristir Beta Code: pristh/r

English (LSJ)

πριστῆρος, ὁ, (πρίω)
A saw, Aret.CD 1.2.
2 sawyer, πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες App.Anth.3.101.

German (Pape)

[Seite 702] ῆρος, ὁ, der Säger, die Säge, Sp.; – πριστῆρες, ὀδόντες, die vordern Zähne, Säge-, Schneidezähne, Ep. ad. 200 (App. 373).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 scie;
2 πριστῆρες ὀδόντες les incisives.
Étymologie: πρίω.

Russian (Dvoretsky)

πριστήρ: ῆρος adj. пилящий, распиливающий: πριστῆρες ὀδόντες Anth. зубы-резцы.

Greek (Liddell-Scott)

πριστήρ: ῆρος, ὁ, (πρίω) πρίων, «πριόνι», Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ― πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες, οἱ τομεῖς, Ἀνθ. Π. παράρτ. 373· πρβλ. γελασῖνοι.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. πριόνι
2. πριονιστής («πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κτιστήρ)].

Greek Monotonic

πριστήρ: -ῆρος, ὁ (πρίω), πριόνι, πριστῆρες ὀδόντες, κοπτήρες, αυτοί που τέμνουν, κομματιάζουν, σε Ανθ.

Middle Liddell

πριστήρ, ῆρος, ὁ, πρίω
a saw: πριστῆρες ὀδόντες the incisors, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=πριόνι). Ἀπό τό πρίω (=πριονίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.