πληκτήρ

English (LSJ)

πληκτῆρος, ὁ, = πλῆκτρον, Hdn.Gr.2.922.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτήρ: ῆρος, ὁ, = πλῆκτρον, Ἡρῳδιαν. περὶ μον. λέξ. 16. 26.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλακτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
το πλήκτρο του πετεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πρακτήρ, φυλακτήρ)].