πλημμελώ

Greek Monolingual

-έω, Α πλημμελής
διαπράττω σφάλμα σε κάτι σαν να τραγουδώ παράφωνα («τοὺς ἑκουσίως καὶ δι' ὕβριν τι πλημμελοῦντας», Δημοσθ.).