πλημμυροπαθής
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. (για χώρες, περιοχές)
αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. σεισμοπαθής].
-ές, Ν
1. (για χώρες, περιοχές)
αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. σεισμοπαθής].