πλουτίς

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
η φατρία τών πλουσίων στη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμίς)].