πλουταίνω

Greek Monolingual

Ν πλούτος
1. καθιστώ κάποιον πλούσιο, πλουτίζω
2. γίνομαι πλούσιος
3. παροιμ. «με το νου πλουταίνει η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτρα» — λέγεται για εκείνους που αυταπατώνται και ξεγελώνται με μάταιες ελπίδες.