πλύνος

English (LSJ)

ὁ, washing, Suid.; νιτρικῆς πλύνου Ostr. Bodl. i126 (ii BC), cf. PHib. 1.114 (iii BC); metaph, πλύνον ποιεῖν τινα, = πλύνω II, Ar. Pl. 1061; π. πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Phryn. PS p. 101 B.

German (Pape)

[Seite 638] eine Sache, die gewaschen wird, Sp.

French (Bailly abrégé)

πλυνός ou πλύνος;
οῦ (ὁ) :
auge ou bassin pour laver ; fig. πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, càd m'éclaboussant ou me criblant d'injures ignobles.
Étymologie: πλύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλύνος -ου, ὁ [πλύνω] het wassen, overdr.. πλύνον με ποιῶν ‘mij een oorwassing geven’ (d.w.z. er flink van langs geven) Aristoph. Pl. 1061.

Greek Monolingual

ὁ, Α πλύνω
1. το πλύσιμο
2. κάτι που έχει πλυθεί
3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» — νιτρικό σαπούνι
β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» — πλύνω
γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.