-ατος, τό, = πλῆσμα, Hsch., Phot. πλημαθῆναι· πλησθῆναι, Hsch. πλημαινόν· παλαιόν, Id.
[Seite 633] τό, = πλῆσμα, Hesych.
πλῆμα: τό, = πλῆσμα, Ἡσύχ., Φώτ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 254.
και πλείμμα, -ατος, τὸ, Αβλ. πλήσμα.