πλήσμα

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

και πλῆμα και δωρ. τ. πλεῖμμα, τὸ, Α
1. (κυριολ. και μτφ.) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα
2. (για ζώα) γκάστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλῆσμα < θ. πλησ- του πίμ-πλη-μι (πρβλ. αόρ. -πλησ-α), ενώ ο τ. πλῆμα < θ. πλη- (πρβλ. πλή-μη / πλή-σμη)].