πλῆσμα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῆσμα Medium diacritics: πλῆσμα Low diacritics: πλήσμα Capitals: ΠΛΗΣΜΑ
Transliteration A: plē̂sma Transliteration B: plēsma Transliteration C: plisma Beta Code: plh=sma

English (LSJ)

-ατος, τό, (πίμπλημι) impregnation, π. λαμβάνειν Arist.HA577a30.

German (Pape)

[Seite 635] τό, 1) was füllt, voll macht, sättigt, Ath. III, 111 c, als Erkl. von πάνια. – 2) Schwängerung, Empfängniß, wie ὄχευμα, Arist. z. B. H. A. 6, 23, οὐκέτι λαμβάνει πλῆσμα οὐδὲ κυΐσκεται.

Russian (Dvoretsky)

πλῆσμα: ατος τό (нечто) наполняющее, т. е. семя: τὸ π. λαμβάνειν Arst. зачинать, оплодотворяться.

Greek (Liddell-Scott)

πλῆσμα: τό, (πίμπλημι) ὡς τὸ πλήρωμα, τὸ πληροῦν ἢ ἱκανοποιοῦν, Ἀθήν. 111C. ΙΙ. ὄχευμα, πλῆσμα λαμβάνειν = δέχεσθαι ὄχευμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23. 3.

Greek Monolingual

και πλῆμα και δωρ. τ. πλεῖμμα, τὸ, Α
1. (κυριολ. και μτφ.) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα
2. (για ζώα) γκάστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλῆσμα < θ. πλησ- του πίμ-πλη-μι (πρβλ. αόρ. -πλησ-α), ενώ ο τ. πλῆμα < θ. πλη- (πρβλ. πλή-μη / πλή-σμη)].