Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πνίξιμο
Greek Monolingual
το, Ν 1.πνιγμός 2.φρ. «είναι για πνίξιμο» και «θέλει πνίξιμο» μτφ. λέγεται για κάποιον που πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. του αόρ. έ-πνιξ-α του πνίγω+ κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].