Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πνευματογραφία
Greek Monolingual
η, Ν κατά την πίστη τών πνευματιστών, η γραφή κειμένου από πνεύματα κατά τις πνευματιστικές συγκεντρώσεις χωρίς την μεσολάβηση τών ενδιαμέσων, τών μέντιουμ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatography (<πνεύμα, -ατος+ -γραφία)].