πνευματουρία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. έξοδος αέρα ή αερίων με τα ούρα, εκδήλωση επικοινωνίας τών ουροφόρων οδών με το έντερο, σπανιότερα δε λοιμώξεως από αναερόβια μικρόβια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumaturia (< πνεύμα, -ατος + -ουρία < ουρώ)].