Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πνευματόμετρο
Greek Monolingual
το, Ν φυσιολ.συσκευή που επιτρέπει τη μέτρηση τών μέγιστων πιέσεων οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της εισπνοής και της εκπνοής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatometer (<πνεύμα, -ατος+μέτρο)].