Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πνιγίτις
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α φρ. «πνιγῖτις γῆ» — είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσιγιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. πνίγ- του πνίγω+επίθημα -ῖτις (πρβλ. στεγίτις)].