ποδονιψία

Greek Monolingual

η, Ν
εκκλ.
η νίψη τών ποδών τών προσκυνητών ή επισκεπτών μοναστηριού από τους μοναχούς, δώδεκα μοναχών από τον ηγούμενο μοναστηριού κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, δώδεκα πτωχών από τον επίσκοπο σε ορισμένες περιοχές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + νίψις (< νίπτω)].