ο, Ν1. ο γύρος, το κράσπεδο του γυναικείου φορέματος2. μτφ. το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες («όλη μέρα τρέχει πίσω από τον ποδόγυρο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + γύρος].