ποδόγυρος

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο γύρος, το κράσπεδο του γυναικείου φορέματος
2. μτφ. το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες («όλη μέρα τρέχει πίσω από τον ποδόγυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + γύρος].