ποικιλίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, a kind of fish, Philosteph.Hist.20.

German (Pape)

[Seite 649] ὁ, ein Fisch, Ath. VIII, 331 e.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλίας: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Ἀθήν. 331Ε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορθίας) πιθ. λόγω του χρώματος του ψαριού].