ποιμένισσα

English (LSJ)

ἡ, shepherdess, BGU 1289.11(iii B.C.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
θηλ. του ποιμήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + επίθημα -ισσα (πρβλ. βασίλισσα)].