πολίωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, becoming grey, Arist. Col.798a13, Plu.2.364b, Gal.1.634.
German (Pape)
[Seite 658] ἡ, das Grau-, Weißlichmachen, -werden, Plut. Is. et Os. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de blanchir ou de grisonner.
Étymologie: πολιός.
Greek (Liddell-Scott)
πολίωσις: ἡ, λεύκανσις τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 364Β ― Κατὰ τὸν Γαλην. (τ. 19, σ. 431, 3·) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας.»
Russian (Dvoretsky)
πολίωσις: εως ἡ (по)седение Arst., Plut.