πολεμάρχης

English (LSJ)

πολεμάρχου, ὁ, = πολέμαρχος, Inscr.Magn. 98.57 (ii B.C.), al.

German (Pape)

[Seite 653] ὁ, = πολέμαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμάρχης: -ου, ὁ, = πολέμαρχος Ι, Ψευδο-Χρυσ. τ. 8, σ. 630Α.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
πολέμαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατάρχης].