πολεμαδόκος

English (LSJ)

Aeol. and Dor. for πολεμηδόκος.

German (Pape)

[Seite 653] dor. statt πολεμηδόκος, ὅπλα, Pind. P. 10, 64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient le choc de la guerre, belliqueux.
Étymologie: πόλεμος, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

πολεμᾱδόκος: дор. = * πολεμηδόκος.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμᾱδόκος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολεμηδόκος.

English (Slater)

πολεμᾱδόκος taking the brunt of war ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολεμηδόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμᾱδόκος Dor. en Aeol. voor πολεμηδόκος.