επικ. τ. πτολεμόνδε, Α1. προς τη μάχη2. προς τον πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον του πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλινδε)].
πολεμόνδε en πόλεμον δέ, ep. πτολεμόνδε [πόλεμος] adv., de oorlog in, naar de oorlog.