πολισμός

English (LSJ)

ὁ, building of a city, D.H.1.57,59; π. τῆς Ῥώμης Lyd.Mag.1.2.

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, das Erbauen einer Stadt, D. Hal. 1, 59.

Greek (Liddell-Scott)

πολισμός: ὁ, (πολίζω) ἡ κτίσις ἢ συνοικισμὸς πόλεως, Διον. Ἁλ. 1. 57, 59.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πολίζω
ίδρυση πόλης.