πολίζω

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολίζω Medium diacritics: πολίζω Low diacritics: πολίζω Capitals: ΠΟΛΙΖΩ
Transliteration A: polízō Transliteration B: polizō Transliteration C: polizo Beta Code: poli/zw

English (LSJ)

Ep. aor.
A ἐπόλισσα A.R.1.178, πόλισσα Il.7.453: (πόλις):—build a city: generally, build, [τεῖχος] πολίσσαμεν Il. l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr.982 (Philae):—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217; Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.; ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25:—Med., build for oneself, A.R.1.1346; τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30.
II build a city or build cities on or in a place, χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4; τὴν χώραν Str.8.5.4; τὸν τόπον Plu.Rom.9:—Pass., εἴη ἡ Παιονίη ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πεπολισμένη Hdt.5.13.—Ep., Ion., X., and later Prose.

German (Pape)

[Seite 655] eine Stadt bauen, gründen; Ἴλιος πεπόλιστο, Il. 20, 217; auch τεῖχος πολίσσαμεν, 7, 453; Her. 4, 108. 5, 13. 52 u. öfter. – Auch χωρίον πολίζειν, eine Gegend durch Gründung einer Stadt anbauen, Xen. An. 6, 4, 4; τόπον, Plut. Rom. 9; med., D. Hal. 1, 45.

French (Bailly abrégé)

bâtir ou fonder une ville ; avec l'acc., couvrir de constructions.
Étymologie: πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολίζω [πόλις] ep. aor. ἐπόλισσα, 1 plur. πολίσσαμεν; plqperf. med.-pass. πεπόλιστο een stad bouwen; alg. bouwen, met acc.: τεῖχος... ὅ τ’ ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων... πολίσσαμεν de stadsmuur die ik en Phoebus Apollo gebouwd hebben Il. 7.453; Ἴλιος... πεπόλιστο Troje was gebouwd Il. 20.217. bebouwen met een stad, met acc.: οὗτος πολίζει τὸ χωρίον hij is ter plekke een stad aan het bouwen Xen. An. 6.6.4.

Russian (Dvoretsky)

πολίζω: (эп. aor. πόλισσα; эп. 3 л. sing. ppf. pass. πεπόλιστο)
1 строить город или вокруг города, возводить (τεῖχος Hom.): οὔπω Ἴλιος πεπόλιστο Hom. Илион еще не был построен;
2 застраивать, колонизовать (χωρίον Xen.; τὸν τόπον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολίζω: Ἐπικ. ἀόρ. πόλισσα· (πόλις)· ― οἰκοδομῶ, κτίζω, τειχίζω, ἱδρύω, οἰκίζω, συνοικίζω πόλιν, τεῖχος πολίσσαμεν Ἰλ. Ζ. 453· ἣν ἐπόλισσεν· (δηλ. τὴν πόλιν) Συλλ. Ἐπιγρ. 4925. ― Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο Ἰλ. Υ. 217· ― Δωδώνη πεπόλισται Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 5· οὕτως Ἡρόδ. 4. 108., 5. 13, 52, κ. ἀλλ.· ἐφ’ ἁμαξῶν πεπολισμένοι Φιλόστ. 265· ― Μέσ., οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο Διοδ. Ἱστ. 1. 30. ΙΙ. χωρίον πολίζειν, εἰς χώραν τινὰ ἱδρύω ἀποικίαν κτίζων πόλιν, Ξεν. Ἀν. 6, 4, 4· τὴν χώραν Στράβ. 364· τὸν τόπον Πλουτ. Ρωμ. 9. ― Φαίνεται ὅτι κυρίως ἦτο Ἰων. ῥῆμα.

English (Autenrieth)

(πόλις), aor. πολίσσαμεν, pass. plup. πεπόλιστο: found a city, build, Il. 7.453 and Il. 20.217.

Greek Monolingual

ΜΑ πόλις
κάνω έναν τόπο πόλη, οικίζω («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.)
αρχ.
1. ιδρύω πόλη
2. (γενικά) χτίζω, ανεγείρω («τὸ [τεῖχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», Ομ. Ιλ.)
3. μέσ. πολίζομαι
οικοδομώ για δική μου ωφέλεια.

Greek Monotonic

πολίζω: Επικ. αόρ. αʹ πόλισσα, (πόλις
I. ιδρύω πόλη, χτίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο (Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.), στον ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ.
II. χωρίον πολίζειν, ιδρύω αποικία σε μια χώρα χτίζοντας πόλη, οικίζω, σε Ξεν.

Middle Liddell

πόλις
I. to build a city, to build, Il.:—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο (epic 3rd sg. plup.) Il.; so Hdt.
II. χωρίον πολίζειν to colonise a country by building a city, Xen.